χαλίφρων

χαλίφρων
χαλίφρων
light-minded
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλίφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. ασύνετος, απερίσκεπτος («νήπιός εἰς, ὦ ξεῑνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων», Ομ. Οδ.) 2. ενδοτικός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «χαλίφρων κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας, ἤγουν ἀσύνετος» β) «χαλίφρονας... βέλτιον δὲ τὰς καταφερεῑς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • χαλίφρον — χαλίφρων light minded masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλίφρονα — χαλίφρων light minded masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλίφρονας — χαλίφρων light minded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλίφρονες — χαλίφρων light minded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλίφρονι — χαλίφρων light minded masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλίφρονος — χαλίφρων light minded masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλιφρονώ — έω, Α [χαλίφρων, όνος] είμαι χαλίφρων*, απερίσκεπτος («καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • шалить — ю, шалеть, ею беситься, сходить с ума , шаль ж., род. п. и шалость, резвость, бешенство , шалый, укр. шалiти сходить с ума , шалений сумасшедший , шалатися шляться , блр. шалець беситься , шалiць шалить , русск. цслав. шале{}нъ furens , болг.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”